Friday, February 05, 2016

Karkavitsas: HIS FLUTE

Andreas Karkavitsas, “Η Φλογέρα του,” [“His Flute”], in Διηγήματα [Short Stories], Athens: Estia (1892), reprinted in Άπαντα, ed. Georgios Valetas, vol. 1, pp. 133-155. There is a digital (but slightly different) version of the text here.
---------------------

"His Flute" is the story of a newlywed Stathis and Smalto. Secretly, Smalto is thrown into disarray by her inability to resist a repulsive shepherd who seduces her by his flute-playing. Smalto's inner voice that tells the story struggles ethics of aesthetics. The affair is put to rest only when Smalto shatters the instrument of seduction. "The flute was small and golden with five black holes in its mouth and one more on the opposite side." Ήτο τω όντι η φλογέρα του Μήτρου. μικρά, χρυσίζουσα, με πέντε τρύπας μαύρας εις τα χείλη και άλλην μίαν εις το αντίθετον μέρος.

Seduction takes place in the fields where Smalto herds her ducks and the shepherd Mit herds his sheep. But the village plays an important role with its “numerous houses scattered here and there along a low hill.” At first, the houses resonate with life in celebration of its patron Saint Nicholas. But when the festival is over, and the workdays begin, the village is abandoned by its inhabitants working in the fields. “All the doors were shut and through the small windows one could see the darkness and abandonment inside.” οι ευάριθμοι οικίσκοι του, εδώ κι εκεί επί χαμηλής λοφοσειράς σκορπισμένοι, είχον τας θύρας όλας κλειστάς και από τα μικρά παράθυρα των εφαίνετο εντός το σκότος και η ερημία. [134] This is a helpful insight to consider. A Greek village would have been entirely empty for most of the day. Men, women, and children would be out in the fields.

In this silence, only the Melopoulos house stands out. Its newlywed bride Smalto is still inside. She refuses to go to work, to leave the village because she wants to avoid the shepherd’s temptation. Looking voyeuristically from the outside, the readier, captures this view. “The light of day entered already in abundance through the open door and window, from which Smalto was seen in the shadow with still sleepy eyes. With a heavy body, she turned the bedspreads one-by-one from the ground over a turned-over basket." Το φως της ημέρας εισέδυεν ήδη άφθονον από της ανοικτής θύρας και του παραθύρου, από του οποίου εφαίνετο η Σμάλτω εν τη σκιά με νυσταλέους ακόμη οφθαλμούς και βεβαρημένον το σώμα, εγείρουσα νωθρώς τας στρωμνάς μίαν – μίαν από του εδάφους και αποθέτουσα επί μιάς ανεστραμμένης κοφίνας. [134]

Karkavitsas uses architectural detail to articulate states of mind. And Smalto is not an ordinary villager. First, she is of Vlach descent -- like the shepherd. Second, and more importantly, she is a transparent medium of sensational experience. Her optic centering turns those experiences to fire. "She was a perfect mirror of a wild existence. Her person was extremely curious of sensing natural phenomena. She collected experiences and centered them within her as a lens centers the ray of light." Ήτο δε τέλειος καθρέπτης μιάς αγροδιαίτου υπάρξεως. Το άτομόν της ήτο υπερβολικώς περίεργον εις τας εντυπώσεις της φύσεως και τα υπέμενε και τας συνεκέντρου εντός της όλας, όπως ο φακός τας ηλιακάς ακτίνας. [137]

Then there is a wonderful description of the landscape, when Smalto goes out into the fields (too long to translate right now)

Ο ήλιος είχεν υψωθή αρκετά εις τον ορίζοντα, κολυμβών μέσω αργυρού αιθέρος πυκνοτάτου και περιέλουε τους θερισμένους αγρούς, τας πρασίνας σταφιδαμπέλους, τους βυσσινίζοντας βουνούς του Χελωνάτα και τα πέριξ όλα δι’ αφθόνου φωτός . τα χωρία κατέκειντο εδώ κι εκεί , με τας υπομαύρους στέγας και τους λευκοκιτρίνους τοίχους των οικίσκων των, εν αμόρφη όγκω, ως χορταριασμένα ερείπια. Ποίμνια έβοσκον παντού και βοών αγέλαι και ίππων εν συμβιώσει, ενώ ωρθούντο πλησίον αι σκιάδες των φυλάκων, με την [138] πιμήκη εκ ξηρών χόρτων στέγην και τους λεπτούς και στεβλούς στύλους των, ως μεγάλα καψαλά πτηνά, ορθούμενα επί των κατίσχνων ποδών των. Από πολλα μέρη ανέβαινον λευκοί καπνοί, ταχέως εξαφανιζόμενοι, και υπεφαίνοντο κάποτε γλώσσαι φλογών, ενώ αντήχει ο τριγμός του ξηρού χόρτου, καιομένου επί των αλωνίων. Τα βουνά προς ανατολάς εκρύπτοντο μέσω πυκνής ομίχλης και μόνον τ’ ακροβούνια ασθενώςν διεγράφοντο εις τον ορίζοντα, ως κομμένα χάρτινα συμμπλέγματα όπισθεν γαλανής υάλου. Κι εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός – δροσερός. [139]

Smalto abandons herself in this landscape. Lying on the ground, her hands immersed into the clots of dirt, she shakes from the weight of her own body, as the muscles slowly relax. Karkavitsas' description is so somatic. Η χείρ της λυγερής επόνει τρυπωμένη επί των βώλων του χώματος κι έτρμεεν ελαφρώς απηυδηκυία υπό το βάρος του σώματος, χαλαρουμένου ολονέν. [140]

One of my favorite things about the story is also how Smalto herds her ducks, with the words Πίκιο, πίκο. το γαλί, γαλί, γαλιό [144]


A few words about location. Karkavitsas tells us that the story takes place in the village of Troumpé, which was renamed Demetra in 1953 (Location, 37°53'11.21"N, 21°13'16.01"E). The village is in the flat plains of Vartholomio and Gastouni. When Smalto goes herding, she seems to be heading east towards Kastro Chlemoutsi, where the terrain gets hillier and closer to the beautiful coast. The area presents an interesting topography (see Kourelis 2003, p. 254). Kastro Chlemoutis is the only landscape feature visible across the plain which it commands. Demetris Athanasoulis describes this area as the triangle of power in the Frankish Middle Ages (see Athanasoulis 2013). It has unique landscape sensibilities. I vividly remember stoping at Karkavitsas' village nearby and having a coffee with Demetris. The kafeneion was in the main street thoroughfare. It was such a unique feeling.

Another interesting location is referred to briefly, when the shepherd Metros narrates his story to Smalto. He is an outsider, an orphan, herding other's sheep for a living. His point of origin is from the lagoons around Kotychi, a different ecology altogether (a series of lagoons used for fishing but surrounded by forest). Μίαν ημέραν ο Μήτρος διηγήθη την ζωήν του, με δύο λόγια. Κατήγετο από τους Κατσαπαίους, οικογένειαν βλαχοποιμένων, κατασκηνούσαν πλησίον του ιχθυοτροφείου του Κοτυχιού. Οι γονείς του αφήκαν αυτόν ορφανόν πολύ μικρόν, εις την νάκαν ακόμη. ο πατήρ του απέθανον από τύφον, πριν γεννηθή αυτός. η μήτηρ του αμέσως μετά την γέννησίν του. ... κι εμισθώθη εις ένα κτηνοτρόφον εκ Σουλεϊμάναγα, του οποίου τώρα έβοσκε τα πρόβατα. [143]

No comments:

Post a Comment